ανατοποθετώ

ανατοποθετώ
(-έω)
τοποθετώ πάλι, κάνω νέα, διαφορετική τοποθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία.
ΠΑΡ. ανατοποθέτηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”